- αφήνω
- και αφίνωΙ. (μτβ.)1. παύω να κρατώ κάτι2. τοποθετώ, ακουμπώ, βάζω κάπου3. εγκαταλείπω, βάζω κατά μέρος, παρατώ4. αποχωρίζομαι κάποιον5. αναχωρώ, αποχωρώ, φεύγω από κάπου6. σταματώ, παύω7. μτφ. απαρνούμαι, αποβάλλω κακές συνήθειες8. (για πρόσ. ή πράγμ.) απολύω, αφήνω ελεύθερο, ελευθερώνω9. παραλείπω, παραβλέπω, προσπερνώ10. επιτρέπω, δίνω την άδεια ή παρέχω σε κάποιον τις κατάλληλες συνθήκες για κάτι11. παύω να ενοχλώ12. παραδίδω, εμπιστεύομαι, αναθέτω σε κάποιον13. δίνω ή αποφέρω (κέρδη)14. αφήνω ως κληρονομιά, κληροδοτώ15. δίνω ένα εμπόρευμα σε τιμή κατώτερη από αυτήν που ζητούσα αρχικάII. (μέσ, αμτβ.)1. αφήνω ελεύθερο τον εαυτό μου, (και μτφ.) παρασύρομαι2. εμπιστεύομαι τον εαυτό μου σε κάποιον3. αθωώνομαι, απολύομαιIII. φρ.1. «αφήνω γεια» — χαιρετώ, αποχαιρετώ2. «αφήνω γένεια, μουστάκι, μαλλιά κ.λπ.» — δεν τα κόβω για να μεγαλώσουν ελεύθερα3. «αφήνω κάποιον στα κρύα του λουτρού» — τον εγκαταλείπω σε κρίσιμη στιγμή4. «αφήνω κάποιον πίσω» — προπορεύομαι, προχωρώ5. «αφήνω που...» — εκτός του ότι..., χώρια που...6. «αφήνω στην μπάντα (ή κατά μέρος)» — παραμερίζω, παραβλέπω, αγνοώ7. «αφήνω κάποιον στον τόπο» — τον σκοτώνω επιτόπου8. «αφήνω κάποιον στο δρόμο (ή στους πέντε δρόμους)» — τον εγκαταλείπω τελείως απροστάτευτο9. «άφησε αυτά που ξέρεις» — μην καταφεύγεις σε τεχνάσματα ή σε πονηριές10. «άφησέ με να σ' αφήσω» — να γίνει κάτι με ίσους όρους11. «(μας) άφησε χρόνους» — πέθανε12. άστα! (ως επιφών.)φοβερό, μην το συζητάς13. «άστα να πάνε...» — αγνόησέ τα, ξέχασέ τα (πρβλ. αρχ. αφίημι).[ΕΤΥΜΟΛ. Η γραφή με -η- (αφήνω) ερμηνεύεται από την ετυμολογία της λ. < (μελλ.) αφήσω τού αρχ. αφίημιο τ. αφίνω (με -ι-) από μτγν. αφίω < αρχ. αφίημι].
Dictionary of Greek. 2013.